[GR] Συνέντευξη με την Birsen Kars, Δεκέμβριος 2002

«Η ομορφιά είναι σχετική με αυτόν που (σε) κοιτάζει. Η ομορφιά είναι ένα υποπροϊόν του βλέμματος, αφού το βλέμμα και το που αυτό στρέφεται είναι το προϊόν μιας ιδέας. Το βλέμμα μας – το που, τι και πως κοιτάμε – διαμορφώνεται από τις ιδέες μας, και στη συνέχεια αυτό αναπτύσσει την ιδέα που έχουμε για την ομορφιά. Θα είμαι πάντα όμορφη γι’ αυτούς που είναι σαν κι εμένα και θα παραμείνω όμορφη για πάντα. Θα συνεχίσω να είμαι όμορφη στα μάτια μου, καθώς γνωρίζω γιατί έδρασα με τον τρόπο που έδρασα, κι αντιμετωπίζω τις συνέπειες.

»Ο φασισμός προσπάθησε να μας καταστρέψει μαζί με τις ιδέες μας. Μας έκαψαν ζωντανούς. Οι σύντροφοί μας είναι αυτοί που μας έσωσαν. Είναι η θυσία τους που μας κράτησε ζωντανούς. Υποσχεθήκαμε στους εαυτούς μας “θα δώσουμε τις ζωές μας”, κι εγώ έδωσα μέρη του σώματός μου. Όλα αναπτύσσονται με βάση τη φύση του πολέμου. Θα προσαρμοστώ στις συνθήκες του πολέμου, έτσι ώστε να μπορέσω να είμαι νικήτρια σ’ αυτήν τη μάχη. Αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα για εμένα».

– Birsen Kars

Τραγούδι των Grup Yorum για τη σφαγή στη φυλακή Bayrampaşa και τις 6 γυναίκες επαναστάτριες που κάηκαν ζωντανές.

Πρόσφατο τραγούδι των Grup Yorum για την Birsen Kars.

 

Παρέχουμε μια μετάφραση της μοναδικής (σ’ εμάς) γνωστής συνέντευξης της επαναστάτριας Birsen Kars, η οποία πέθανε στις 6 Φεβρουαρίου του 2022 στη Γερμανία. Η Birsen Kars ήταν μια από τους πολλούς κρατούμενους που δέχτηκε την επίθεση του τουρκικού κράτους κατά τη διάρκεια της γνωστής στρατιωτικής επιχείρησης, ειρωνικά ονομαζόμενης «Επιστροφή στη ζωή», στις 19 Δεκεμβρίου του 2000. Η στρατιωτική αυτή επιχείρηση ήταν η μεγαλύτερη κατά κρατούμενων στον κόσμο και η μεγαλύτερη στρατιωτική κινητοποίηση μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο.  28 φυλακισμένοι σκοτώθηκαν: όλοι τους ήταν πολιτικοί κρατούμενοι.

Το παρόν άρθρο περιέχει μια περίληψη των γεγονότων της σφαγής της 19ης Δεκεμβρίου του 2000. Παρ’ όλα αυτά, αν κάποιος ενδιαφέρεται για περισσότερες πληροφορίες, μπορεί να επισκεφθεί τον παρακάτω σύνδεσμο:  “December 19, 2000 Massacre in the Prisons of Turkey, Bayrampasa Lawsuit”. Το κείμενο του συνδέσμου γράφτηκε από τον Σύλλογο Σύγχρονων Νομικών (ÇHD), και εμείς το προμηθευτίκαμε από το περιοδικό New Solution Magazine.

Τη δεκαετία του ’90, το τουρκικό κράτος ήθελε να προωθήσει τις φυλακές υψίστης ασφαλείας. Μέχρι τότε, οι φυλακές αποτελούνταν απο κοιτώνες με 50 ή περισσότερους κρατούμενους. Το 1991, το τουρκικό κοινοβούλιο θέσπισε τον αντιτρομοκρατικό νόμο, με βάση τον οποίο ειδικά σωφρονιστικά ιδρύματα θα περιέχουν συστήματα κελιών ενός ή τριών ανθρώπων και οι καταδικασμένοι κρατούμενοι δε θα μπορούν να επικοινωνούν και να αλληλεπιδρούν με άλλους φυλακισμένους. Η πρώτη φυλακή υψίστης ασφαλείας άνοιξε το 1996 στην πόλη του Eskişehir. Παρ’ όλα αυτά, η λειτουργία της αρχικά απέτυχε, ως αποτέλεσμα της αντίστασης 12 επαναστατών κρατούμενων που πέθαναν σε απεργία πείνας μέχρι θανάτου, παλεύοντας ενάντια στα λευκά κελιά-φέρετρα.

Αυτό δε σταμάτησε το κράτος και τις υποστηρικτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να επιμείνουν στον τελικό σκοπό τους: να τσακίσουν την επαναστατική θέληση και να υποβαθμίσουν τον αγώνα του λαού. Τα συστήματα φυλακών υψίστης ασφαλείας επινοήθηκαν στη “δημοκρατική” Δύση, συγκεκριμένα για να τσακίσουν το ηθικό και το πνεύμα του κρατούμενου, μέσω των συνθηκών απομόνωσης. Η Ε.Ε. θέλησε να αναβαθμίσει τη δημοκρατία της, εξάγοντας την τεχνογνωσία και την αρχιτεκτονική αυτών των συστημάτων φυλάκισης, χρηματοδοτώντας τα και στην Τουρκία. Ως αποτέλεσμα αυτού, νέες φυλακές υψίστης ασφαλείας χτίστηκαν στην Τουρκία. Η τότε νέα κυβέρνηση του κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς (DSP) ήθελε να μεταφέρει όλους τους πολιτικούς κρατούμενους σ’ αυτές. Ο τότε πρωθυπουργός Bülent Ecevit μαζί με τον υπουργό δικαιοσύνης Hikmet Sami Türk, ανέφεραν χαρακτηριστικά “ελευθερώστε τους τρομοκράτες από την ίδια τους την τρομοκρατία!”.

Απο τις 26 Οκτωβρίου μέχρι τις 19 Νοεμβρίου του 2000, 816 κρατούμενοι ξεκίνησαν απεργία πείνας μαχόμενοι ενάντια σε αυτήν τη νέα επίθεση. Ένα από τα αίτημά τους ήταν να σταματήσει το σχέδιο μεταφοράς τους στις φυλακές υψίστης ασφαλείας. Αυτή η αντίσταση – δικαίως αποκαλούμενη Μεγάλη Αντίσταση- συνέχισε και μετά τη στρατιωτική επιχείρηση της 19ης Δεκεμβρίου του 2000, μέχρι και το 2007, κατα τη διάρκεια της οποίας συνολικά 122 επαναστάτες πέθαναν σε απεργία πείνας μέχρι θανάτου. Η αντίσταση τελείωσε με την αποδοχή του Διατάγματος 45/1, το οποίο περιελάμβανε πολλαπλές παροχές. Μια από αυτές ήταν το ότι 10 κρατούμενοι θα μπορούσαν να περνούν 10 ώρες την εβδομάδα μαζί.

Στην επιχείρηση της 19ης Δεκεμβρίου του 2000, οι κρατικές δυνάμεις εισχώρησαν ταυτόχρονα σε 20 φυλακές. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης χρησιμοποιήθηκαν 8 τάγματα χωροφυλακής και 37 στρατιωτικές μονάδες, αποτελούμενα από 8,335 άτομα στρατιωτικό προσωπικό. Επιπλέον, ενεργοποιήθηκαν δυνάμεις ΜΑΤ και αστυνομικών ειδικών δυνάμεων. Σε μερικές από τις φυλακές έγινε χρήση μέχρι και στρατιωτικών ελικοπτέρων. Έγινε ρίψη πάνω από 20,000 βομβών αερίου, που κάποιες απ’ αυτές ήταν βόμβες τύπου ναπάλμ με ουσίες που έκαιγαν το δέρμα. Μέχρι και σήμερα, κανείς δε ξέρει τι ακριβώς ουσίες ήταν αυτές που χρησιμοποιήθηκαν.

Κατα τη διάρκεια της επιχείρησης, η Birsen Kars βρισκόταν στη φυλακή Bayrampaşa της Κωνσταντινούπολης. Στην επίθεση 6 συντρόφισσές της κάηκαν ζωντανές από τις στρατιωτικές δυνάμεις. Στην ίδια προκάλεσαν πολλαπλά τραύματα και το δέρμα της κάηκε σοβαρά. Η εικόνα της στην πόρτα του ασθενοφόρου με καμένα το πρόσωπο και τα μαλλιά της, αποτελεί εμβληματική εικόνα μιας ολόκληρης εποχής. Η κραυγή της «Έκαψαν 6 γυναίκες ζωντανές!» γκρέμισε την παράλογη και υποκριτική αφήγηση του κράτους.

Μετά από αυτήν την επίθεση, τα τραύματα και τα εγκαύματα στο σώμα της, σε συνδυασμό με τα βασανιστήρια που είχε δεχθεί στις φυλακές, επηρέασαν σοβαρά την υγεία της κατα τη διάρκεια των χρόνων. Πιστεύεται, πως όλα αυτά συνέβαλαν σημαντικά στην εξέλιξη του καρκίνου και τελικά στον πρόωρο θάνατό της. Ο ιμπεριαλισμός και ο φασισμός είναι οι δολοφόνοι της! Όμως παρόλες τις προσπάθειές τους, δεν μπόρεσαν να πετύχουν τον αρχικό σκοπό τους να υποτάξουν και να τσακίσουν την επαναστατική θέληση του λαού.

Η παρακάτω συνέντευξη εμφανίστηκε πρώτη τον Δεκέμβρη του 2002.

Συνέντευξη:

«Έχω στο μυαλό μου τις 6 γυναίκες που έκαψαν ζωντανές…»

Νομίζουμε ότι όποιος δεν είναι αδαής σχετικά με τα τρέχοντα γεγονότα στην Τουρκία, έχει ακούσει για εκείνη. Είναι το πρώτο άτομο που ανακοίνωσε τη σφαγή της 19ης Δεκεμβρίου με την κραυγή της «Έκαψαν 6 γυναίκες ζωντανές!», από την πόρτα του ασθενοφόρου. Η Birsen Kars είναι τώρα εκτός φυλακής. Η δεύτερη επέτειος της σφαγής είναι ήδη εδώ, έτσι κι εμείς μιλήσαμε μαζί της σχετικά με τα γεγονότα εκείνης της ημέρας, για την αξέχαστη κραυγή της και για την εικόνα της μπροστά στο ασθενοφόρο.

Ίσως μια μόνο λέξη, μια πρόταση, να μπορεί να περιγράψει την κτηνωδία που συνέβει στους ανθρώπους…

EvA: Η εικόνα σου στην πόρτα του ασθενοφόρου έγινε το σύμβολο της 19ης Δεκεμβρίου και αυτών που κάηκαν ζωντανοί. Μπορείς να περιγράψεις αυτήν τη στιγμή; Ποιά ήταν η κατάστασή σου; Τι σκέφτηκες όταν άνοιξε η πόρτα του ασθενοφόρου;

BIRSEN KARS (BK): Μας έβγαλαν έξω από τους κοιτώνες σε μικρές ομάδες και μας τοποθέτησαν σε ένα άδειο μέρος με ένα κάλυμμα. Ήδη υπήρχαν αρκετές διαφωνίες σχετικά με το αν θα μας μετέφεραν στο νοσοκομείο. Τελικά αποφάσισαν να με πάνε στο νοσοκομείο της Bayrampaşa. Αρχικά ήμουν μόνη στο ασθενοφόρο, αλλά αργότερα έφεραν και μια φίλη μας, αφού μάλλον είχαν ξεμείνει απο οχήματα. Μου ζήτησαν αν μπορώ να σηκωθώ, γιατί δεν υπήρχε χώρος για δύο ασθενείς. Η άλλη φυλακισμένη ήταν σε σοβαρή κατάσταση και αιμορραγούσε πολύ από τα τραύματα στο χέρι της. Δεν ήξερα που μας πήγαιναν και είχα μόνο ένα πράγμα στο μυαλό μου. Σκεφτόμουν την Gülseren(1), την Özlem(2) και τις υπόλοιπες γυναίκες που μόλις τις είχαν κάψει ζωντανές. Εκείνη τη στιγμή, σκεφτόμουν μόνο αυτό το φριχτό συμβάν. Καθώς το ασθενοφόρο απομακρυνόταν από τις φυλακές Bayrampaşa, απομακρυνόμασταν και απο τις μόλις καμένες φίλες μας. Ταυτόχρονα απομακρυνόμασταν και αφήναμε πίσω μας όλους τους υπόλοιπους άντρες τραυματισμένους φίλους μας.  Καθώς κατευθυνόμασταν προς το νοσοκομείο, οι σκέψεις μου ήταν μόνο σ’ όλους αυτούς. Κοιτούσα έξω από το ασθενοφόρο και σκεφτόμουν τις καμένες γυναίκες, τις αναμνήσεις μας και όλα τα όσα είχαμε μοιραστεί μαζί αυτά τα χρόνια…

Όταν το ασθενοφόρο σταμάτησε μπροστά από το νοσοκομείο και άνοιξαν οι πόρτες, δεν είχα σκεφτεί απο πριν τι θα πρέπει να πω ή κι αν ακόμα θα πρέπει να πω κάτι. Τη στιγμή όμως που είδα τις κάμερες και τους δημοσιογράφους, σκέφτηκα πως πρέπει να καταγγείλω αυτήν τη σφαγή. Αυτομάτως, ήρθαν στο μυαλό μου μνήμες με τις φίλες μου που έμειναν μέσα, που κάηκαν ζωντανές και ήξερα τα ονόματά τους. Αρχικά σκεφτηκα να φωνάξω τα ονόματά τους, αλλά τελικά αποφάσισα να μην το κάνω, καθώς είχα μια ελπίδα πως κάποιες από αυτές θα είχαν επιβιώσει και οι μητέρες τους θα υπέφεραν ακούγοντας τέτοια νέα. Σκέφτηκα να ξεκινήσω την πρόταση με «Εμείς», αλλά αυτό δεν θα ήταν διευκρινιστικό για τις 6 συντρόφισσές μας που κάηκαν, έτσι φώναξα «Έκαψαν 6 γυναίκες ζωντανές!». Όλες αυτές οι σκέψεις συνέβησαν σε κλάσματα δευτερολέπτων. Επίσης, ήμουν σίγουρη πως αυτή η σφαγή δε θα εμφανιζόταν στα πρωτοσέλιδα των ειδήσεων και τα μέσα θα προσπαθούσαν ακόμα και να τη δικαιολογήσουν. Ήταν μια φυσική αντίδραση.

Ήθελα οι άνθρωποι να μάθουν για αυτήν τη σφαγή. Ήταν ένα οδυνηρό γεγονός, αλλά φανέρωσε την πραγματικότητα της χώρας μας. 6 γυναίκες, χωρίς καμία δυνατότητα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, ήταν κάτω από καταιγισμό πυρών για μια ώρα και τελικά τις έκαψαν ζωντανές με άγνωστα χημικά αέρια. Αυτή η διαδικασία προσομοιώνει μια εκμοντερνισμένη έκδοση των θαλάμων αερίων και των κρεματορίων του Hitler. Το κράτος λειτούργησε με φρικτό τρόπο και αυτό πρέπει να γίνει γνωστό. Ασκήσαμε το δικαίωμά μας να αντισταθούμε στις συνθήκες απομόνωσης. Λειτούργησα με την αυτοπεποίθηση πως οι άνθρωποι θα αντιδρούσαν μπροστά σε αυτήν την κτηνωδία. Αυτά ήταν τα συναισθήματά μου εκείνη τη στιγμή.

EvA: Έχουν περάσει δύο χρόνια από αυτά τα γεγονότα. Όταν κλείνεις τα μάτια σου, τι μνήμες και τι συζητήσεις έρχονται στο μυαλό σου;

BK: Αυτό που έρχεται στο μυαλό μου είναι η στιγμή που συνειδητοποίησα πως καιγόμαστε και φώναξα στην Gülseren. Θυμάμαι πως με κοίταξε. Πολλές μνήμες έρχονται στο μυαλό μου: η στιγμή που οι στρατιώτες ανακοίνωσαν πως οι φίλοι μας θα παραμείνουν μέσα, τα αστεία της Seyhan(3), εκείνη και την Özlem με τον ευχάριστο χαρακτήρα της, εμένα να τις αγκαλιάζω…

Τη στιγμή της επίθεσης ξημέρωνε κι εμείς ξεκινήσαμε την ημέρα τραγουδώντας όλες μαζί το τραγούδι “Gündoğdu”. Αντικρίζαμε μονάδες ειδικών δυνάμεων με όπλα και εκτοξευτές βομβών να μας επιτίθενται συνεχώς. Ήμασταν μπροστά από έναν μικρό κοιτώνα και φωνάζαμε συνθήματα. Αυτή η στιγμή δε θα πάψει ποτέ να υπάρχει στο μυαλό μου. Ήμασταν 27 άτομα χωρίς κανένα όπλο, ανυπεράσπιστες, μας είχαν ξυπνήσει άγρια από το κρεβάτι, κι ακόμη κι έτσι, ήμασταν ικανές να τους προκαλούμε με τη στάση και τα συνθήματά μας. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα πολύ δυνατή.

Αυτή η σκηνή ήταν η απόδειξη της δύναμης των ιδεών μας. Γιατί θα επεδίωκαν διαφορετικά να μας ξυπνήσουν με βόμβες; Μπορούσαμε να νιώσουμε την έλλειψη δύναμής τους μπροστά στις ιδέες μας: μια ανεξάρτητη πατρίδα, μια ελεύθερη ζωή. Νιώθω την αδυναμία τους πολύ έντονα. Η κατάσταση ήταν άδικη και παράνομη. Είναι μεγάλη τιμή να υπερασπίζεσαι αυτές τις ιδέες, αφού είναι σωστές και έγκυρες. Αυτές οι ιδέες, είναι για και προκύπτουν από τον λαό. Νιώθω αυτήν την τιμή.

Η αντίσταση διήρκεσε για πολλές ώρες. Στον καταιγισμό των πυρών, σκεφτήκαμε τον Mecit(4), που είχε πέσει παλαιότερα μάρτυρας στην Ümraniye. Στις τελευταίες του στιγμές, κάπνισε το τελευταίο του τσιγάρο. Όλες ψάχναμε τις τσέπες μας για να βρούμε το τελευταίο μας τσιγάρο. Μπορέσαμε να βρούμε μόνο ένα, γύραμε πάνω στην κουκέτα και ξεκινήσαμε να το καπνίζουμε όλες μαζί. Η Gülser(5) και η Özlem ήταν κι αυτές μαζί μας … Δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ αυτήν τη στιγμή.

Ήμασταν πολύ κοντά στους στρατιώτες, οι οποίοι στεκόντουσαν ακριβώς έξω από τα παράθυρα των κοιτώνων. Μας έβριζαν. Όταν άρχισαν να βρίζουν τις μητέρες μας, η Şefinur(6) τους απευθυνθηκε με πολύ θυμό. Ήταν πολύ ευαίσθητη όχι μόνο σε ό,τι αφορούσε τη μητέρα της, αλλά γενικότερα σε ό,τι αφορούσε όλες τις μητέρες. Οι μητέρες μας για εκείνη ήταν σαν τη δική της…

Πρίν αρχίσουν να μας καίνε, μια απο τις φίλες μας αιμορραγούσε από το χέρι και έχανε πολύ αίμα. Η κατάστασή της συνεχώς χειροτέρευε, αλλά δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσαμε να κάνουμε σ’ αυτές τις συνθήκες, κάτω από τα πυρά. Με μία απότομη κίνηση, η Gülser σηκώθηκε και φώναξε στους στρατιώτες «Αν αυτό επιθυμείτε, τότε απλώς σκοτώστε μας!»

Όταν μας πήραν κάτω στον θάλαμο, οι φίλες μου, μου έριχναν νερό στο κεφάλι κι έτσι άρχισα να αποκτάω ξανά τις αισθήσεις μου. Η Hamide(7) ήταν δίπλα μου, έκλαιγε και φώναζε το όνομα της Gülseren. Η Gülseren ήταν η γυναίκα του αδελφού της. Ο πόνος της ήταν απερίγραπτος, έτρεχε μέσα στον θάλαμο πανικόβλητη. Ήμασταν τώρα στο προαύλιο της φυλακής και οι κοιτώνες καίγονταν. Όταν ήμασταν μέσα, δεν υπήρχε φωτιά ακόμα. Η φωτιά ήταν ορατή μόνο από τα παράθυρα, όπου οι στρατιώτες ψέκαζαν αέρια. Ήμασταν συντετριμένες καθώς βλέπαμε τις φλόγες, αφού γνωρίζαμε πως οι 6 φίλες μας ήταν μέσα. Μοιραστήκαμε τα πάντα και περάσαμε αρκετά χρόνια μαζί στη φυλακή. Και κυρίως, ήμασταν συντρόφισσες στο ταξίδι μας ως επαναστάτριες.

EvA: Ανέφερες κάτι για ψεκασμό αερίων. Ψέκαζαν κάτι μέσα στις φυλακές εκτός από το να ρίχνουν βόμβες αερίου;

ΒΚ: Αυτό ήταν ένα διαφορετικό αέριο. Το ψέκαζαν από ένα πράγμα που βρισκόταν μέσα σ’ ένα μεταλλικό κλουβί το οποίο κρεμόταν από το ταβάνι. Δεν υπήρξε κάποιου είδους βόμβας που να πέταγαν μέσα στους κοιτώνες. Είχαν τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης κι όταν άρχισαν να ψεκάζουν, εμφανίστηκε ένας γκρι καπνός. Κατευθείαν, η θερμοκρασία μέσα στον κοιτώνα αυξήθηκε σημαντικά, αλλά δεν υπήρχαν φλόγες. Έκαιγε τις επιφάνειες που ακουμπούσε και οι άνθρωποι που ήταν στο προαύλιο, όπου η κυκλοφορία του αέρα ήταν πιο έντονη, επηρεάστηκαν περισσότερο. Τα εγκαύματα αναπτύχθηκαν πολύ γρήγορα. Όταν το δέρμα μου άρχισε να καίγεται δεν υπήρχαν φλόγες. Οι φλόγες άρχισαν να αναπτύσσονται όταν ήμασταν έξω από τους κοιτώνες, στο προαύλιο. Συνοπτικά, δεν χρησιμοποιήθηκαν βόμβες αερίου, αλλά κάποιο άλλο αέριο που καίει το δέρμα ακαριαία.

Πιστεύουμε πως έκαψαν τους κοιτώνες για να καλύψουν το ότι μας ψέκασαν με κάποια καυστική ουσία. Θα ήταν δυσκολότερο να καλύψουν την αλήθεια αν δεν υπήρχε φωτιά.

Οι φλόγες κάλυπταν τις φίλες μας και οι μνήμες μας ξεθώριαζαν. Δεν θα είναι πλέον εδώ, δεν θα μπορέσουμε να κλάψουμε και να γελάσουμε ξανά μαζί. Ταυτόχρονα, μας κατέβρεχαν με πεπιεσμένο νερό από τα κανόνια νερού, παρά το γεγονός του ότι η φωτιά συνέχιζε μέσα στους κοιτώνες και δεν ήμασταν εμείς αυτοί που καιγόντουσαν. Τους φωνάζαμε « σημαδέψτε προς τους κοιτώνες!». Αν είχαν σβήσει τη φωτιά, ίσως κάποια απ’ αυτές να είχε επιβιώσει… Όταν η φωτιά ηρέμησε, οι ελπίδες μας πως ίσως κάποια τους να είναι ζωντανή εξαφανίστηκε. Συνηθίζαμε να χορεύουμε halay(8) γύρω από τη φωτιά στο προαύλιο, και τώρα η φωτιά ήταν τα σώματα των 6 φίλων μας.

Εντωμεταξύ, ενώ στεκόμασταν στο προαύλιο και οι στρατιώτες πυροβολούσαν εναντίον μας, οι φίλες μας, μας μετέφεραν σε ένα ασφαλέστερο μέρος. Εκείνες τις στιγμές , η αίσθηση της αλληλεγγύης, το δυνατό αίσθημα που ο καθένας προσπαθεί να κάνει κάτι για τον άλλον παρόλο τον πόνο και την ταλαιπωρία ήταν μια μοναδική στιγμή. Όταν μετακινούμασταν απο τον έναν κοιτώνα στον άλλον, μια πέτρα χτύπησε το κεφάλι μου και άρχισα να αιμοραγώ. Είμαι απολύτως άφωνη με την απελπισία τους. Ήταν ικανοί να πετάξουν πέτρες για να απελευθερώσουν το μίσος τους, την ίδια στιγμή που διέπρατταν μια σφαγή με ανεπτυγμένο οπλισμό και σφοδρή βία. Αυτό είναι μια συμβολική στιγμή που φανερώνει την ψυχική κατάσταση του κράτους…

Φυσικά, η στιγμή που αφήναμε τους κοιτώνες ήταν πολύ επίπονη. Εμείς φεύγαμε και η Şefinur κι οι υπόλοιπες θα έμεναν μέσα. Δεν μπορούσαν να μας βγάλουν έξω εύκολα κι έτσι μας παίρνανε μια μια με πιέσεις.

EvA: Σχετικά με αυτήν τη σφαγή εξελίσσεται μια δίκη. Σ’ έχουν καλέσει σε κάποια διαδικασία; Πώς εμφανίζεσαι στο κατηγορητήριο; Σε κατηγόρησαν ως «ύποπτο»;

BK: Υπέβαλαν μήνυση σε όλους τους ανυπάκουους κρατούμενους της φυλακής Bayrampaşa κατηγορώντας μας για ύποπτους. Καταθέσαμε ποινική μήνυση κατά της όλης στρατιωτικής επιχείρησης. Οι δικαστικές αρχές ξεκίνησαν τη δικαστική διαδικασία πολύ αργά και οι πραγματικοί ύποπτοι δεν παραπέμπονται σε δίκη, αλλά αντ’ αυτού δικάζονται τακτικοί κηδεμόνες των φυλακών, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με την επιχείρηση. Το κράτος παραδέχτηκε ότι μια μονάδα ειδικών δυνάμεων χρησιμοποιήθηκε για αυτήν την επιχείρηση, ωστόσο αυτοί που δικάζονται είναι τα θύματα όπως εμείς και άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με την επιχείρηση. Κατηγορούμαστε για εξέγερση στη φυλακή, αλλά αν κάποιος εξετάσει προσεκτικά το κατηγορητήριο, είναι προφανές ότι υπάρχουν αντιφάσεις σε αυτόν τον ισχυρισμό. Η επιχείρηση προγραμματίστηκε στις 6 Δεκεμβρίου σύμφωνα με το κατηγορητήριο. Ωστόσο, μας χρεώνουν μια εξέγερση. Δεν υπήρχε καμία εξέγερση, αντιθέτως ήμασταν στα κρεβάτια μας και κοιμόμασταν. Μας ξύπνησαν με βόμβες, όπλα και μας έκαψαν. Για να καλυφθεί μια τέτοια πράξη θηριωδίας, η ευκολότερη μέθοδος θα ήταν να γίνουν ύποπτα τα θύματα.

EvA: Πως επηρεάστηκε η καθημερινότητάς σου μετά την σφαγή;

ΒΚ: Μετά τη σφαγή, ήμουν στο νοσοκομείο της Cerrahpaşa για 2 μήνες και αργότερα έμεινα ακόμα 3 μήνες στο νοσοκομείο της Bayrampaşa. Μου πήρε 5 μήνες να γυρίσω πίσω και να ξαναβρεθώ με τις επιζούσες φίλες μου. 4 άτομα από εμάς ήταν στο νοσοκομείο της Cerrahpaşa. Αρκετές φορές ήμουν στο ίδιο δωμάτιο με μία από τις φίλες μου. Περνούσαμε κάθε στιγμή της ημερας σκεπτόμενες τις γυναίκες που κάηκαν ζωντανές. Ήταν στα όνειρά μας και το πιο κοινό θέμα των συζητήσεών μας.

Όταν γύρισα πίσω και συνάντησα τις φίλες μου, είχα το αίσθημα πως θα βρίσκονταν τριγύρω περισσότεροι άνθρωποι να αγκαλιάσω. Η Gülseren, η Gülser, η Özlem, η Seyhan, η Nilüfer(9)… Ωστόσο, δεν βρίσκονταν πλέον εκεί. Ζούσα μ’ ένα έντονο συναίσθημα, περιμένοντας τες να εμφανιστούν στη γωνία. Η Şefinur είχε ένα όμορφο και δυνατό γέλιο, περίμενα να ακούσω αυτό το γέλιο ξανά. Στην Özlem άρεσε να περπατάει στο προαύλιο όταν έβρεχε. Κοιτούσα έξω όταν έβρεχε για να τη δω ξανά. Τα τελευταία δύο χρόνια, δεν υπήρχε στιγμή που να μας άφησαν. Πάντα νιώθαμε την παρουσία τους και τη νιώθουμε ακόμα. Τα πάντα μπορούν να μας τις θυμίσουν, οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας…

EvA: Υπάρχουν ακόμη πληγές στο σώμα σου από την σφαγή; Και πώς είναι η ψυχική σου κατάσταση;

ΒΚ: Το 32% του σώματός μου κάηκε. Μέρη των χεριών μου, της πλάτης μου και των μαλλιών μου κάηκαν μερικώς. Το πρόσωπό μου κάηκε εντελώς. Παρότι έχω πολλές εγχειρήσεις μπροστά μου, οι ουλές δεν θα φύγουν ποτέ πλήρως. Αν με ρωτήσεις για την ψυχική μου κατάσταση, αυτό που έχει μείνει, είναι η ισχυρή θέληση να τελειώσουμε αυτήν τη μάχη νικηφόρα. Θυσίασαν τους εαυτούς τους πολεμώντας ενάντια στις συνθήκες απομόνωσης και είμαι πρόθυμη να κάνω ό,τι μπορώ από πλευράς μου για να τελειώσει αυτή η μάχη. Ένα σημαντικό σημείο, είναι να εξηγήσω σ’ όλους τι έγινε εκείνη την ημέρα. Τις έκαψαν ζωντανές κι αυτό πρέπει να το μάθουν όλοι σ’ αυτήν τη χώρα. Θέλω όλοι να θυμούνται τις εικόνες τους και να γίνει ξεκάθαρο πως η διεκδίκηση της ελευθερίας κοστίζει. Η ανεξαρτησία και η δικαιοσύνη είναι έννοιες που δεν έχουν ξεχαστεί.

Είναι πολύ επώδυνο να θυμάμαι αυτές τις στιγμές και να τις βλέπω με τα μάτια μου να πεθαίνουν. Αυτές οι στιγμές θα είναι κολλημένες στο μυαλό μου για όλη μου τη ζωή. Ωστόσο, η άλλη πλευρά του νομίσματος είναι πως πρέπει να υλοποιήσουμε τη θέληση και τα όνειρά τους.

Δεν μας επέτρεψαν να στείλουμε κανένα γράμμα εκτός φυλακών και μας έκαναν ξεκάθαρο πως κανένα γράμμα που περιέγραφε τη σφαγή δε θα παραδινόταν στους δημοσιογράφους. Τα τελευταία δύο χρόνια δεν μπόρεσα ν’ απαντήσω στους γελοίους ισχυρισμούς των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Αυτή είναι η υποχρέωσή μου απέναντι σ’ αυτές τις 6 γυναίκες. Μέσα απο αυτήν τη συνέντευξη νιώθω πως τελικά μπόρεσα να εκπληρώσω αυτή μου την υποχρέωση. Κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει αυτήν την ημέρα. Τις έκαψαν ζωντανές γιατί ζούσαν με το σύνθημα «Λαέ μας, σ αγαπάμε και θα πεθάνουμε για σένα»… 

Η κηδεία της Birsen Kars στην περιοχή Gazi της Κωνσταντινούπολης.

Υποσημειώσεις:

(1) Gülseren Yazgülü Güder Öztürk: Γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου του 1972 στο Dersim της Τουρκίας. Όταν την έκαψαν ζωντανή, ήταν στην 55η μέρα απεργίας πείνας μέχρι θανάτου. Ήταν μέρος της 1ης ομάδας των αγωνιστών απεργών πείνας μέχρι θανάτου. Ο μεγαλύτερος αδερφός της δολοφονήθηκε από τις κρατικές δυνάμεις το 1983 στις φυλακές του Elazığ. Η Gülseren άρχισε να συμμετέχει στην οργανωμένη πάλη το 1988. Το 1990 εργάστηκε ως ανταποκρίτρια στο σοσιαλιστικό περιοδικό Mücadele (Ο Αγώνας) στα γραφεία στα Adana. Φυλακίστηκε το 1991 και μετά την απελευθέρωσή της συνέχισε την πολιτική της δράση στην πόλη του Antep. Ο σύζυγος και σύντροφός της Ahmet Öztürk δολοφονήθηκε από αστυνομικές δυνάμεις το 1994. Η ίδια, ενώ συμμετείχε στον δημοκρατικό αγώνα στην Κωνσταντινούπολη, φυλακίστηκε ξανά το 1996.

(2) Özlem Ercan: Γεννήθηκε το 1977 στο Tunceli της Τουρκίας. Την περίοδο των σπουδών της στην Κωνσταντινούπολη, συναντήθηκε με επαναστάτες. Οργανώθηκε στον δημοκρατικό αγώνα της νεολαίας TÖDEF (Φοιτητικός Σύλλογος Τουρκίας). Το 1996, κατά τη διάρκεια της αντίστασης κατά των συστημάτων φυλάκισης υψίστης ασφαλείας, η Özlem ήταν στις φυλακές και βίωσε τη διαδικασία της απεργίας πείνας μέχρι θανάτου. Στη σφαγή της 19ης Δεκεμβρίου του 2000, την σκότωσαν με φλογοβόλο την ώρα που προσπαθούσε να προστατέψει μια από τις αγωνίστριες απεργούς πείνας μέχρι θανάτου.

(3) Seyhan Doğan: Γεννήθηκε το 1973 στην περιοχή Havza της Samsun, στην Τουρκία. Την περίοδο που μετακόμισε με την οικογένεια της στην Κωνσταντινούπολη, κι ενώ ήταν ακόμη νεαρή μαθήτρια, κατάλαβε τις έννοιες της επανάστασης και οργανώθηκε το 1991. Δραστηριοποιήθηκε στον δημοκρατικό αγώνα της νεολαίας Dev-Genç (Επαναστατική Νεολαία) και φυλακίστηκε το 1995. Ως κρατούμενη, βίωσε τις σφαγές στις φυλακές του Buca, του Ümraniye και του Ulucanlar(*). Το 1996 έζησε από κοντά την αντίσταση μέσω απεργίας πείνας μέχρι θανάτου. Το 2000 ξεκίνησε εθελοντικά απεργία πείνας μέχρι θανάτου. Κάηκε ζωντανή στη σφαγή της 19ης Δεκεμβρίου του 2000.

(4) Abdülmecit Seçkin: Γεννήθηκε το 1972 στην περιοχή İnegöl της Προύσας, στην Τουρκία. Η οικογένειά του καταγόταν από την Γεωργία και μεταφέρθηκε στην Προύσα από την περιοχή Şavşat της επαρχίας Artvin, της Τουρκίας. Η πρώτη του συνάντηση με το επαναστατικό κίνημα ήταν το 1991. Οργανώθηκε στις γειτονιές της περιοχής İnegöl. Έγινε αντάρτης πόλης και συμμετείχε στην ένοπλη πάλη. Είχε αναλάβει διάφορες ευθύνες στις φτωχές γειτονιές της Προύσας, και την περίοδο του 1992 που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει πολιτική δουλειά στις επιτροπές γειτονιών της περιοχής, φυλακίστηκε. Καθόλη τη διάρκεια του αγώνα με αποφασιστικότητα, υπομονή, εργασία και μετριοφροσύνη προσπαθούσε να εξελίξει τον επαναστατικό του χαρακτήρα, παρόλα τα ελαττώματα και λάθη του. Ξεπερνώντας αυτά τα εμπόδια, έπεσε μάρτυρας κατά τη διάρκεια της σφαγής στις φυλακές του Ümraniye(*) στις 4 Ιανουαρίου του 1996.

(5) Gülser Tuzcu: Γεννήθηκε το 1966 στην Kastamonu της Τουρκίας. Είχε μεγαλώσει σε σπίτι επαναστατών και καθόλη τη διάρκεια της ζωή της τους θαύμαζε. Το 1992 οργανώθηκε στην επαναστατική πάλη. Είχε αναλάβει ευθύνες σε διάφορες γειτονιές, μέχρι που φυλακίστηκε το 1995. Το 1996 έζησε από κοντά την αντίσταση μέσω απεργίας πείνας μέχρι θανάτου και είχε εκφράσει έντονα την επιθυμία της να είναι μέρος τηςΣυμμετείχε στον αγώνα με θάρρος και αποφασιστικότητα. Κάηκε ζωντανή στη σφαγή της 19ης Δεκεμβρίου του 2000.

(6) Şefinur Tezgel: Γεννήθηκε το 1972 στην περιοχή Kürecik της Malatya, στην Τουρκία. Είχε μεγαλώσει μαζί με επαναστάτες και η ίδια οργανώθηκε στην επαναστατική πάλη το 1992. Τον ίδιο χρόνο, φυλακίστηκε για 18 μήνες. Είχε αναλάβει ευθύνες σε διάφορες περιοχές και γειτονιές, μέχρι που φυλακίστηκε ξανά το 1996. Πέθανε στη σφαγή της 19ης Δεκεμβρίου, προσπαθώντας να προστατέψει τις συντρόφους της από τους δολοφόνους.

(7) Hamide Öztürk: Εργάστηκε ως ανταποκρίτρια στο σοσιαλιστικό περιοδικό Kurtuluş (Απελευθέρωση). Πέθανε στις 10 Σεπτεμβρίου του 2001, στην 463η μέρα απεργίας πείνας μέχρι θανάτου. Ήταν μέρος της 5ης ομάδας των αγωνιστών απεργών πείνας μέχρι θανάτου.

(8) Halay: Το Halay είναι ένας παραδοσιακός χορός από την Τουρκία, ο οποίος επίσης χορεύεται και σε άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής και του Καυκάσου. Είναι ένας ομαδικός χορός και πολύ δημοφιλής στην τουρκική αριστερά.

(9) Nilüfer Alcan: Γεννήθηκε το 1964 στην περιοχή του Göynük της κωμόπολης Bolu, στην Τουρκία. Γνώριζε επαναστάτες από την περίοδο του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 12ης Σεπτεμβρίου του 1980. Αφού αποφοίτησε από το τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημιου της Κωνσταντινούπολης, οργανώθηκε στην επαναστατική πάλη το 1987. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, είχε συλληφθεί αρκετές φορές και τελικά φυλακίστηκε το 1995. Είναι μία από τους μάρτυρες της σφαγής της 19ης Δεκεμβρίου του 2000.

(*)Σφαγές στις φυλακές Buca, Ümraniye και Ulucanlar:  Από το έτος 1996 έως το 1999,  με την άμεση επίθεση των κρατικών δυνάμεων έγιναν πολλές σφαγές σε αρκετές τουρκικές φυλακές με σκοπό να υποτάξουν την αντίσταση των επαναστατών κρατουμένων. Στις 4 Ιανουαρίου του 1996, 4 κρατούμενοι έπεσαν μάρτυρες υπερασπιζόμενοι τους φίλους και  συντρόφους τους στη φυλακή Ümraniye της Κωνσταντινούπολης. Στις 21 Σεπτεμβρίου του 1996, 3 κρατούμενοι πέθαναν ως αποτέλεσμα της κρατικής επίθεσης στη φυλακή Buca της Σμύρνης. Μετά από 4 ώρες αυτής της επιχείρησης, και οι 43 κρατούμενοι που βρίσκονταν σε έναν ενιαίο κοιτώνα στον οποίο επικεντρώθηκε η επιχείρηση, τραυματίστηκαν. Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1999, 10 κρατούμενοι σφαγιάστηκαν από κρατικές δυνάμεις στη φυλακή Ulucanlar της Άγκυρας.

«Η ιστορία που γράφτηκε με αίμα δεν μπορεί να διαγραφεί»  από τον τοίχο της φυλακής Ulucanlar μετά τη σφαγή.